- ψαρῶν
- ψᾱρῶν , ψάρstarlingmasc gen plψᾱρῶν , ψαρόςlike a starlingfem gen plψᾱρῶν , ψαρόςlike a starlingmasc/neut gen pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ψάρων — ψά̱ρων , ψᾶρος masc gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Psara — Gemeinde Psara Δήμος Ψαρών … Deutsch Wikipedia
Psará — Gemeinde Psara Δήμος Ψαρών DEC … Deutsch Wikipedia
Ζαννής — Επώνυμο οικογένειας αγωνιστών του 1821. Κατάγονταν από τα Ψαρά και αργότερα εγκαταστάθηκαν στην Ερμούπολη της Σύρου. 1. Αντώνιος. Έλαβε μέρος σε διάφορες ναυτικές επιχειρήσεις στην Ερεσό, στη Σάμο, στην Πάτρα, στο Τρίκερι κ.α. Διετέλεσε πλοίαρχος … Dictionary of Greek
Ψαρά — Μικρό νησί 18 χλμ. ΒΔ της Χίου. Έχει έκταση 39,77 τ. χλμ. και ένα μοναδικό οικισμό, τα Ψαρά (; κάτ.). Στο νησί υπάρχει επίσης η μονή της Κοίμησης της Θεοτόκου. Διοικητικά το νησί υπάγεται στον νομό Χίου. Γυμνό, ξηρό και άγονο (ψηλότερη κορυφή 531 … Dictionary of Greek
ψαριανός — ή, ό 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο νησί των Ψαρών. 2. το αρσ. ως ουσ., Ψαριανός ο κάτοικος των Ψαρών ή αυτός που προέρχεται από τα Ψαρά. 3. το θηλ. ως ουσ., Ψαριανή η κάτοικος των Ψαρών ή αυτή που προέρχεται από τα Ψαρά … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
Псарская резня — Картина Николаоса Гизиса, изображающая бегство выживших псаритян с разрушенного остро … Википедия
δασκαλειό — I Παράλιος οικισμός (υψόμ. 10 μ., 69 κάτ.) του νομού Αττικής. Βρίσκεται στις ανατολικές ακτές του νομού. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Κερατέας της νομαρχίας Ανατολικής Αττικής. Άποψη του οικισμού Δασκαλειό στην Αττική. II Τοπωνύμια της ελλαδικής … Dictionary of Greek
διονύσιος — I Ονομασία ενός μήνα σε πολλές αρχαίες ελληνικές πόλεις. Στη Λοκρίδα αντιστοιχούσε προς τον αττικό Ποσειδεώνα (Δεκέμβριο) και στην Αιτωλία προς τον Μουνυχιώνα (Απρίλιο). II Όνομα τυράννων των Συρακουσών. 1. Δ. Α’ ο πρεσβύτερος (432 – 367 π.Χ.).… … Dictionary of Greek
κέντημα — Διακόσμηση υφάσματος που εκτελείται με βελόνα και νήμα μεταξωτό, μάλλινο κλπ. Οι συνηθέστερες βελονιές που χρησιμοποιούνται για τη δημιουργία των κ. είναι η αρχαιότατη αλυσοβελονιά, η οποία μοιάζει με πλεξίδα, η σταυροβελονιά, η πισωβελονιά, που… … Dictionary of Greek